Definify.com
Definition 2024
επίτευγμα
επίτευγμα
Greek
Noun
επίτευγμα • (epítevgma) n (plural επιτεύγματα)
Declension
declension of επίτευγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επίτευγμα | επιτεύγματα |
genitive | επιτεύγματος | επιτευγμάτων |
accusative | επίτευγμα | επιτεύγματα |
vocative | επίτευγμα | επιτεύγματα |
Synonyms
- άθλος m (áthlos)
- ανδραγάθημα n (andragáthima)
- κατόρθωμα n (katórthoma)