Definify.com
Definition 2024
επανόρθωση
επανόρθωση
Greek
Noun
επανόρθωση • (epanórthosi) f (plural επανορθώσεις)
Declension
declension of επανόρθωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επανόρθωση | επανορθώσεις |
genitive | επανόρθωσης / επανορθώσεως | επανορθώσεων |
accusative | επανόρθωση | επανορθώσεις |
vocative | επανόρθωση | επανορθώσεις |