Definify.com
Definition 2024
επαφή
επαφή
Greek
Noun
επαφή • (epafí) f (plural επαφές)
- touch, contact
- πρέπει τα δύο μέρη να μείνουν σε επαφή έως ότου η κόλλα στεγνώσει
- both parts must maintain contact until the glue has set
- πρέπει τα δύο μέρη να μείνουν σε επαφή έως ότου η κόλλα στεγνώσει
- electrical contact
Declension
declension of επαφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επαφή | επαφές |
genitive | επαφής | επαφών |
accusative | επαφή | επαφές |
vocative | επαφή | επαφές |
Related terms
- φακός επαφής m (fakós epafís, “contact lens”)