Definify.com
Definition 2025
επεξεργασία
επεξεργασία
Greek
Noun
επεξεργασία • (epexergasía) f (plural επεξεργασίες)
Declension
declension of επεξεργασία
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | επεξεργασία | επεξεργασίες | 
| genitive | επεξεργασίας | επεξεργασιών | 
| accusative | επεξεργασία | επεξεργασίες | 
| vocative | επεξεργασία | επεξεργασίες |