Definify.com
Definition 2024
επεξεργασία
επεξεργασία
Greek
Noun
επεξεργασία • (epexergasía) f (plural επεξεργασίες)
Declension
declension of επεξεργασία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επεξεργασία | επεξεργασίες |
genitive | επεξεργασίας | επεξεργασιών |
accusative | επεξεργασία | επεξεργασίες |
vocative | επεξεργασία | επεξεργασίες |