Definify.com
Definition 2024
επιβάτιδα
επιβάτιδα
Greek
Noun
επιβάτιδα • (epivátida) m (plural επιβάτιδες, masculine επιβάτης)
Declension
declension of επιβάτιδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιβάτιδα | επιβάτιδες |
genitive | επιβάτιδας | επιβατίδων |
accusative | επιβάτιδα | επιβάτιδες |
vocative | επιβάτιδα | επιβάτιδες |
Related terms
- see: επιβιβάζω (epivivázo, “to take on board”)