Definify.com
Definition 2024
επιγονατίδα
επιγονατίδα
Greek
Noun
επιγονατίδα • (epigonatída) f
Declension
declension of επιγονατίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιγονατίδα | επιγονατίδες |
genitive | επιγονατίδας | επιγονατίδων |
accusative | επιγονατίδα | επιγονατίδες |
vocative | επιγονατίδα | επιγονατίδες |
External links
- επιγονατίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el