Definify.com
Definition 2024
επιγραφή
επιγραφή
See also: ἐπιγραφή
Greek
Noun
επιγραφή • (epigrafí) f (plural επιγραφές)
- (archaeology) inscription (especially carved in stone)
- signpost, notice (especially at building entrance)
Declension
declension of επιγραφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιγραφή | επιγραφές |
genitive | επιγραφής | επιγραφών |
accusative | επιγραφή | επιγραφές |
vocative | επιγραφή | επιγραφές |
See also
- χάραξη f (cháraxi, “engraving, marking, etching”)