Definify.com
Definition 2024
επιδίωξη
επιδίωξη
Greek
Noun
επιδίωξη • (epidíoxi) f (plural επιδιώξεις)
Declension
declension of επιδίωξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιδίωξη | επιδιώξεις |
genitive | επιδίωξης / επιδιώξεως | επιδιώξεων |
accusative | επιδίωξη | επιδιώξεις |
vocative | επιδίωξη | επιδιώξεις |