Definify.com
Definition 2024
επιδιόρθωση
επιδιόρθωση
Greek
Noun
επιδιόρθωση • (epidiórthosi) f (plural επιδιορθώσεις)
Declension
declension of επιδιόρθωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιδιόρθωση | επιδιορθώσεις |
genitive | επιδιόρθωσης / επιδιορθώσεως | επιδιορθώσεων |
accusative | επιδιόρθωση | επιδιορθώσεις |
vocative | επιδιόρθωση | επιδιορθώσεις |
Synonyms
- επισκευή f (episkeví)