Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
επιλογή
επιλογή
Greek
Noun
επιλογή
•
(
epilogí
)
f
(
plural
επιλογές
)
choice
Declension
declension of
επιλογή
singular
plural
nominative
επιλογή
επιλογές
genitive
επιλογής
επιλογών
accusative
επιλογή
επιλογές
vocative
επιλογή
επιλογές
Pronunciation
IPA
(key)
:
/ɛpilɔˈʝi/
Similar Results