Definify.com
Definition 2024
επιμόλυνση
επιμόλυνση
Greek
Noun
επιμόλυνση • (epimólynsi) f (plural επιμολύνσεις)
Declension
declension of επιμόλυνση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιμόλυνση | επιμολύνσεις |
genitive | επιμόλυνσης / επιμολύνσεως | επιμολύνσεων |
accusative | επιμόλυνση | επιμολύνσεις |
vocative | επιμόλυνση | επιμολύνσεις |
Related terms
- επιμολύνω (epimolýno, “to infect, to pollute”)