Definify.com
Definition 2024
επινόηση
επινόηση
Greek
Noun
επινόηση • (epinóisi) f (plural επινοήσεις)
- concept, notion, invention, fabrication (technical, practical)
- invention, fabrication, fiction (of the imagination)
Declension
declension of επινόηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επινόηση | επινοήσεις |
genitive | επινόησης / επινοήσεως | επινοήσεων |
accusative | επινόηση | επινοήσεις |
vocative | επινόηση | επινοήσεις |