Definify.com
Definition 2024
επισκέπτομαι
επισκέπτομαι
Greek
Verb
επισκέπτομαι • (episképtomai) (simple past επισκέφτηκα or επισκέφθηκα, deponent)
- visit (to go and meet or see)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
Related terms
- επίσκεψη f (epískepsi, “visit”)
- επισκέπτης m (episképtis, “visitor”)
- επισκέπτρια f (episképtria, “district nurse”)