Definify.com

Definition 2024


επιστροφή

επιστροφή

Greek

Noun

επιστροφή (epistrofí) f (plural επιστροφές)

  1. return (ticket)
    Θέλω ένα εισιτήριο της επιστροφής στην Αθήνα.Thélo éna eisitírio tis epistrofís stin Athína. ― I want a return ticket to Athens.
  2. return (from somewhere)
    μετά την επιστροφή του από το Σικάγοmetá tin epistrofí tou apó to Sikágo ― since his return from Chicago

Declension

Synonyms