Definify.com
Definition 2024
επιστροφή
επιστροφή
Greek
Noun
επιστροφή • (epistrofí) f (plural επιστροφές)
- return (ticket)
- Θέλω ένα εισιτήριο της επιστροφής στην Αθήνα. ― Thélo éna eisitírio tis epistrofís stin Athína. ― I want a return ticket to Athens.
- return (from somewhere)
- μετά την επιστροφή του από το Σικάγο ― metá tin epistrofí tou apó to Sikágo ― since his return from Chicago
Declension
declension of επιστροφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιστροφή | επιστροφές |
genitive | επιστροφής | επιστροφών |
accusative | επιστροφή | επιστροφές |
vocative | επιστροφή | επιστροφές |
Synonyms
- επάνοδος m (epánodos)