Definify.com
Definition 2024
επιτάχυνση
επιτάχυνση
Greek
Noun
επιτάχυνση • (epitáchynsi) f
- (dynamics) acceleration
- (medicine) induction (of the birth process)
Declension
declension of επιτάχυνση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιτάχυνση | επιταχύνσεις |
genitive | επιτάχυνσης / επιταχύνσεως | επιταχύνσεων |
accusative | επιτάχυνση | επιταχύνσεις |
vocative | επιτάχυνση | επιταχύνσεις |
External links
- επιτάχυνση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el