Definify.com
Definition 2024
επιτροπή
επιτροπή
Greek
Noun
επιτροπή • (epitropí) f (plural επιτροπές)
- panel, committee
- commission
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή ― Evropaïkí Epitropí ― European Commission
Declension
declension of επιτροπή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιτροπή | επιτροπές |
genitive | επιτροπής | επιτροπών |
accusative | επιτροπή | επιτροπές |
vocative | επιτροπή | επιτροπές |
Derived terms
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή f (Evropaïkí Epitropí, “European Commission”)
Synonyms
- πάνελ n (pánel)
External links
- επιτροπή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el