Definify.com
Definition 2024
επιφώνημα
επιφώνημα
Greek
Noun
επιφώνημα • (epifónima) n (plural επιφωνήματα)
Declension
declension of επιφώνημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιφώνημα | επιφωνήματα |
genitive | επιφωνήματος | επιφωνημάτων |
accusative | επιφώνημα | επιφωνήματα |
vocative | επιφώνημα | επιφωνήματα |