Definify.com
Definition 2024
επιχείρημα
επιχείρημα
Greek
Noun
επιχείρημα • (epicheírima) n (plural επιχειρήματα)
Declension
declension of επιχείρημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιχείρημα | επιχειρήματα |
genitive | επιχειρήματος | επιχειρημάτων |
accusative | επιχείρημα | επιχειρήματα |
vocative | επιχείρημα | επιχειρήματα |
Related terms
- see: επιχειρώ (epicheiró, “to undertake”)
See also
- καυγάς m (kavgás, “argument, quarrel”)