Definify.com
Definition 2024
επιχείρηση
επιχείρηση
Greek
Noun
επιχείρηση • (epicheírisi) f (plural επιχειρήσεις)
Declension
declension of επιχείρηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιχείρηση | επιχειρήσεις |
genitive | επιχείρησης / επιχειρήσεως | επιχειρήσεων |
accusative | επιχείρηση | επιχειρήσεις |
vocative | επιχείρηση | επιχειρήσεις |
Related terms
- see: επιχειρώ (epicheiró, “to undertake”)
External links
- επιχείρηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el