Definify.com

Definition 2024


εργαλείο

εργαλείο

Greek

Noun

εργαλείο (ergaleío) n (plural εργαλεία)

  1. tool (small, usually hand-held, piece of equipment used to carry out a task)
    ξυλουργικό εργαλείο (carpenter's tool)
    μεταλλικό εργαλείο (metal tool)
  2. (figuratively) tool (anything used to accomplish a task)
    Το λεξικό αυτό είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τις σχολικές εργασίες.
    The dictionary is an invaluable tool for schoolwork.

Declension

Related terms

  • εργαλειάκι n (ergaleiáki)
  • εργαλειοθήκη f (ergaleiothíki, toolbox)
  • εργαλειομηχανή f (ergaleiomichaní, machine tool)
  • and see: έργο n (érgo, work)