Definify.com
Definition 2024
εργαλείο
εργαλείο
Greek
Noun
εργαλείο • (ergaleío) n (plural εργαλεία)
- tool (small, usually hand-held, piece of equipment used to carry out a task)
- ξυλουργικό εργαλείο (carpenter's tool)
- μεταλλικό εργαλείο (metal tool)
- (figuratively) tool (anything used to accomplish a task)
- Το λεξικό αυτό είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τις σχολικές εργασίες.
- The dictionary is an invaluable tool for schoolwork.
- Το λεξικό αυτό είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τις σχολικές εργασίες.
Declension
declension of εργαλείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εργαλείο | εργαλεία |
genitive | εργαλείου | εργαλείων |
accusative | εργαλείο | εργαλεία |
vocative | εργαλείο | εργαλεία |
Related terms
- εργαλειάκι n (ergaleiáki)
- εργαλειοθήκη f (ergaleiothíki, “toolbox”)
- εργαλειομηχανή f (ergaleiomichaní, “machine tool”)
- and see: έργο n (érgo, “work”)