Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
εργασία
εργασία
See also:
ἐργασία
Greek
Noun
εργασία
•
(
ergasía
)
f
(
plural
εργασίες
)
job
,
profession
,
work
task
Declension
declension of
εργασία
singular
plural
nominative
εργασία
εργασίες
genitive
εργασίας
εργασιών
accusative
εργασία
εργασίες
vocative
εργασία
εργασίες
Related terms
see:
έργο
n
(
érgo
,
“
work
”
)
Synonyms
δουλειά
f
(
douleiá
)
Similar Results