Definify.com
Definition 2024
εργοδηγός
εργοδηγός
Greek
Noun
εργοδηγός • (ergodigós) m, f (plural εργοδηγοί)
Declension
declension of εργοδηγός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εργοδηγός | εργοδηγοί |
genitive | εργοδηγού | εργοδηγών |
accusative | εργοδηγό | εργοδηγούς |
vocative | εργοδηγέ | εργοδηγοί |
Synonyms
- αρχιεργάτης m (archiergátis, “building site foreman, foreman”)
- επιστάτης m (epistátis, “foreman, caretaker”)
- προϊστάμενος m (proïstámenos)