Definify.com
Definition 2025
εργολήπτης
εργολήπτης
Greek
Noun
εργολήπτης • (ergolíptis) m (plural εργολήπτες, feminine εργολήπτρια)
Declension
declension of εργολήπτης
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | εργολήπτης | εργολήπτες |
| genitive | εργολήπτη | εργοληπτών |
| accusative | εργολήπτη | εργολήπτες |
| vocative | εργολήπτη | εργολήπτες |
Synonyms
- ανάδοχος m, f (anádochos)