Definify.com
Definition 2024
εργοστάσιο
εργοστάσιο
Greek
Noun
εργοστάσιο • (ergostásio) n (plural εργοστάσια)
Declension
declension of εργοστάσιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εργοστάσιο | εργοστάσια |
genitive | εργοστασίου | εργοστασίων |
accusative | εργοστάσιο | εργοστάσια |
vocative | εργοστάσιο | εργοστάσια |
Related terms
- see: έργο n (érgo, “work”)