Definify.com
Definition 2024
ερευνητής
ερευνητής
Greek
Noun
ερευνητής • (erevnitís) m (plural ερευνητές, feminine ερευνήτρια)
Declension
declension of ερευνητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ερευνητής | ερευνητές |
genitive | ερευνητή | ερευνητών |
accusative | ερευνητή | ερευνητές |
vocative | ερευνητή | ερευνητές |
Related terms
- see: έρευνα f (érevna, “reseach”)