Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ερημία
ερημία
See also:
ερημιά
and
ἐρημία
Greek
Noun
ερημία
•
(
erimía
)
f
(
plural
ερημίες
)
Learned form of
ερημιά
(
erimiá
)
Declension
declension of
ερημία
singular
plural
nominative
ερημία
ερημίες
genitive
ερημίας
ερημιών
accusative
ερημία
ερημίες
vocative
ερημία
ερημίες
Similar Results