Definify.com
Definition 2024
ερωμένη
ερωμένη
See also: ἐρωμένη
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa) ἐρωμένη f (ἐroméni)
Noun
ερωμένη • (eroméni) f (plural ερωμένες, masculine ερωμένος)
Declension
declension of ερωμένη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ερωμένη | ερωμένες |
genitive | ερωμένης | ερωμένων |
accusative | ερωμένη | ερωμένες |
vocative | ερωμένη | ερωμένες |
Synonyms
- εραστής m (erastís)