Definify.com
Definition 2025
ερωτηματική
ερωτηματική
Greek
Adjective
ερωτηματική • (erotimatikí)
- Nominative feminine singular form of ερωτηματικός (erotimatikós).
- Accusative feminine singular form of ερωτηματικός (erotimatikós).
- Vocative feminine singular form of ερωτηματικός (erotimatikós).