Definify.com

Definition 2024


ερωτηματικοί

ερωτηματικοί

Greek

Adjective

ερωτηματικοί (erotimatikoí)

  1. Nominative masculine plural form of ερωτηματικός (erotimatikós).
  2. Vocative masculine plural form of ερωτηματικός (erotimatikós).