Definify.com
Definition 2024
ερωτηματικού
ερωτηματικού
Greek
Adjective
ερωτηματικού • (erotimatikoú)
- Genitive masculine singular form of ερωτηματικός (erotimatikós).
- Genitive neuter singular form of ερωτηματικός (erotimatikós).
ερωτηματικού • (erotimatikoú)