Definify.com
Definition 2024
εσωτερική
εσωτερική
Greek
Adjective
εσωτερική • (esoterikí)
- Nominative feminine singular form of εσωτερικός (esoterikós).
- Accusative feminine singular form of εσωτερικός (esoterikós).
- Vocative feminine singular form of εσωτερικός (esoterikós).