Definify.com
Definition 2024
εσώρουχο
εσώρουχο
Greek
Noun
εσώρουχο • (esóroucho) n (plural εσώρουχα)
- underwear, undergarment, underclothing (generic term for anything worn under the outside clothes)
- Η γυναίκα μου έχει μαγαζί που πουλάει γυναικεία ρούχα και εσώρουχα. ― I gynaíka mou échei magazí pou pouláei gynaikeía roúcha kai esóroucha. ― My wife has a shop that sells women's clothes and underwear.
Declension
declension of εσώρουχο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εσώρουχο | εσώρουχα |
genitive | εσώρουχου | εσωρούχων |
accusative | εσώρουχο | εσώρουχα |
vocative | εσώρουχο | εσώρουχα |
Hyponyms
- κιλότα f (kilóta, “knickers, panties”)
- σώβρακο n (sóvrako, “underpants (men's)”)
- μπόξερ n (bóxer, “boxer shorts”)
- σλιπ n (slip, “slip”)
- σουτιέν m (soutién, “brassiere”)
- φανέλα f (fanéla, “vest”)
External links
- εσώρουχο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el