Definify.com
Definition 2024
εταιρεία
εταιρεία
Greek
Alternative forms
- εταιρία f (etairía)
Noun
εταιρεία • (etaireía) f (plural εταιρείες)
- association, society
- (finance) company
Declension
declension of εταιρεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εταιρεία | εταιρείες |
genitive | εταιρείας | εταιρειών |
accusative | εταιρεία | εταιρείες |
vocative | εταιρεία | εταιρείες |
Derived terms
- ανώνυμη εταιρεία f (anónymi etaireía, “limited company”)
- εταιρεία περιορισμένης ευθύνης f (etaireía periorisménis efthýnis, “limited liability company”)