Definify.com
Definition 2024
ετεροίωση
ετεροίωση
Greek
Noun
ετεροίωση • (eteroíosi) f (plural ετεροιώσεις)
Declension
declension of ετεροίωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ετεροίωση | ετεροιώσεις |
genitive | ετεροίωσης / ετεροιώσεως | ετεροιώσεων |
accusative | ετεροίωση | ετεροιώσεις |
vocative | ετεροίωση | ετεροιώσεις |