Definify.com
Definition 2024
ετυμολογία
ετυμολογία
See also: ἐτυμολογία
Greek
Noun
ετυμολογία • (etymología) f (plural ετυμολογίες)
- etymology
- Τα παραδείγματα των ετυμολογιών που πρότεινε είναι τα ακόλουθα ...
- Examples of the suggested etymologies are ...
- Τα παραδείγματα των ετυμολογιών που πρότεινε είναι τα ακόλουθα ...
Declension
declension of ετυμολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ετυμολογία | ετυμολογίες |
genitive | ετυμολογίας | ετυμολογιών |
accusative | ετυμολογία | ετυμολογίες |
vocative | ετυμολογία | ετυμολογίες |