Definify.com
Definition 2024
ευνουχισμός
ευνουχισμός
Greek
Noun
ευνουχισμός • (evnouchismós) m (plural ευνουχισμοί)
Declension
declension of ευνουχισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευνουχισμός | ευνουχισμοί |
genitive | ευνουχισμού | ευνουχισμών |
accusative | ευνουχισμό | ευνουχισμούς |
vocative | ευνουχισμέ | ευνουχισμοί |
Related terms
- ευνουχίζω (evnouchízo, “to castrate”)
- ευνούχος m (evnoúchos, “eunuch”)
See also
- στείρωση f (steírosi, “vasectomy, sterilisation”)