Definify.com
Definition 2024
ευρετήριο
ευρετήριο
Greek
Noun
ευρετήριο • (evretírio) n (plural ευρετήρια)
- index (alphabetical listing)
- book with alphabetically labelled pages (address book)
Declension
declension of ευρετήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευρετήριο | ευρετήρια |
genitive | ευρετηρίου | ευρετηρίων |
accusative | ευρετήριο | ευρετήρια |
vocative | ευρετήριο | ευρετήρια |