Definify.com
Definition 2024
εφίδρωση
εφίδρωση
Greek
Noun
εφίδρωση • (efídrosi) f (plural εφιδρώσεις)
Declension
declension of εφίδρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εφίδρωση | εφιδρώσεις |
genitive | εφίδρωσης / εφιδρώσεως | εφιδρώσεων |
accusative | εφίδρωση | εφιδρώσεις |
vocative | εφίδρωση | εφιδρώσεις |