Definify.com
Definition 2024
εφημερίδες
εφημερίδες
Greek
Noun
εφημερίδες • (efimerídes) f
- Nominative plural form of εφημερίδα (efimerída).
- Accusative plural form of εφημερίδα (efimerída).
- Vocative plural form of εφημερίδα (efimerída).
εφημερίδες • (efimerídes) f