Definify.com
Definition 2024
εφοπλίστρια
εφοπλίστρια
Greek
Noun
εφοπλίστρια • (efoplístria) f (plural εφοπλίστριες, masculine εφοπλιστής)
Declension
declension of εφοπλίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εφοπλίστια | εφοπλίστιες |
genitive | εφοπλίστιας | εφοπλιστιών |
accusative | εφοπλίστια | εφοπλίστιες |
vocative | εφοπλίστια | εφοπλίστιες |
Related terms
- see: πλοίο n (ploío, “ship”)