Definify.com
Definition 2024
εφόσον
εφόσον
Greek
Conjunction
εφόσον • (efóson)
- as long as
- Εφόσον έχουν καταβληθεί τα πρόστιμα, είναι ελεύθεροι να φύγουν.
- As long as the fines are paid they can go free.
- Εφόσον έχουν καταβληθεί τα πρόστιμα, είναι ελεύθεροι να φύγουν.