Definify.com
Definition 2024
εἰδητικός
εἰδητικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /iðitikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /iðitikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /iðitikós/
Adjective
εἰδητικός • (eidētikós) m (feminine εἰδητική, neuter εἰδητικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of εἰδητικός, εἰδητική, εἰδητικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | εἰδητικός | εἰδητική | εἰδητικόν | εἰδητικώ | εἰδητικᾱ́ | εἰδητικώ | εἰδητικοί | εἰδητικαί | εἰδητικᾰ́ | |||
Genitive | εἰδητικοῦ | εἰδητικῆς | εἰδητικοῦ | εἰδητικοῖν | εἰδητικαῖν | εἰδητικοῖν | εἰδητικῶν | εἰδητικῶν | εἰδητικῶν | |||
Dative | εἰδητικῷ | εἰδητικῇ | εἰδητικῷ | εἰδητικοῖν | εἰδητικαῖν | εἰδητικοῖν | εἰδητικοῖς | εἰδητικαῖς | εἰδητικοῖς | |||
Accusative | εἰδητικόν | εἰδητικήν | εἰδητικόν | εἰδητικώ | εἰδητικᾱ́ | εἰδητικώ | εἰδητικούς | εἰδητικᾱ́ς | εἰδητικᾰ́ | |||
Vocative | εἰδητικέ | εἰδητική | εἰδητικόν | εἰδητικώ | εἰδητικᾱ́ | εἰδητικώ | εἰδητικοί | εἰδητικαί | εἰδητικᾰ́ | |||
References
- εἰδητικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «εἰδητικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «εἰδητικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)