Definify.com
Definition 2024
ζαχαροδιαβήτης
ζαχαροδιαβήτης
Greek
Noun
ζαχαροδιαβήτης • (zacharodiavítis) m (plural ζαχαροδιαβήτες)
Declension
declension of ζαχαροδιαβήτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ζαχαροδιαβήτης | ζαχαροδιαβήτες |
genitive | ζαχαροδιαβήτη | ζαχαροδιαβητών |
accusative | ζαχαροδιαβήτη | ζαχαροδιαβήτες |
vocative | ζαχαροδιαβήτη | ζαχαροδιαβήτες |
Synonyms
External links
- διαβήτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el