Definify.com
Definition 2024
ζαχαροπλάστισσα
ζαχαροπλάστισσα
Greek
Noun
ζαχαροπλάστισσα • (zacharoplástissa) f (plural ζαχαροπλάστισσες, masculine ζαχαροπλάστης)
Declension
declension of ζαχαροπλάστισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ζαχαροπλάστισσα | ζαχαροπλάστισσες |
genitive | ζαχαροπλάστισσας | ζαχαροπλαστίσσών |
accusative | ζαχαροπλάστισσα | ζαχαροπλάστισσες |
vocative | ζαχαροπλάστισσα | ζαχαροπλάστισσες |
Synonyms
- ζαχαροπλάστρια f (zacharoplástria)
- (rare) ζαχαροπλάσταινα f (zacharoplástaina)
Related terms
- see: ζαχαροπλαστείο n (zacharoplasteío, “confectioners”)
- and: ζάχαρη f (záchari, “table sugar”)