Definify.com
Definition 2024
ζιγγίβερις
ζιγγίβερις
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /ziŋɡíβeris/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /ziŋɡíveris/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /zĩɡíveɾis/
Noun
ζιγγίβερις • (zingíberis) f (genitive ζιγγιβέρεως); third declension
- an Arabian spice plant, probably ginger
- Diosc. 2.190
-
Inflection
Third declension of ζιγγίβερῐς, ζιγγιβέρεως
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ζιγγίβερῐς | ζιγγιβέρει | ζιγγιβέρεις |
Genitive | ζιγγιβέρεως | ζιγγιβερέοιν | ζιγγιβέρεων |
Dative | ζιγγιβέρει | ζιγγιβερέοιν | ζιγγιβέρεσῐ(ν) |
Accusative | ζιγγίβερῐν | ζιγγιβέρει | ζιγγιβέρεις |
Vocative | ζιγγίβερῐ | ζιγγιβέρει | ζιγγιβέρεις |
Third declension of ζιγγίβερῐς, ζιγγιβέριος
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ζιγγίβερῐς | ζιγγιβέριε | ζιγγιβέριες |
Genitive | ζιγγιβέριος | ζιγγιβερίοιν | ζιγγιβερίων |
Dative | ζιγγιβέρῑ, ζιγγιβέρει | ζιγγιβερίοιν | ζιγγιβέρῐσῐ(ν), ζιγγιβερίεσῐ(ν), ζιγγιβέρεσῐ(ν) |
Accusative | ζιγγίβερῐν | ζιγγιβέριε | ζιγγιβέρῑς, ζιγγιβέριᾰς |
Vocative | ζιγγίβερῐ | ζιγγιβέριε | ζιγγιβέριες |
References
- ζιγγίβερις in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ζιγγίβερις» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette