Definify.com
Definition 2024
ζιζανιοκτόνο
ζιζανιοκτόνο
Greek
Noun
ζιζανιοκτόνο • (zizanioktóno) n (plural ζιζανιοκτόνα)
- (horticulture) weedkiller, herbicide
Declension
declension of ζιζανιοκτόνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ζιζανιοκτόνο | ζιζανιοκτόνα |
genitive | ζιζανιοκτόνου | ζιζανιοκτόνων |
accusative | ζιζανιοκτόνο | ζιζανιοκτόνα |
vocative | ζιζανιοκτόνο | ζιζανιοκτόνα |
Related terms
- ζιζάνιο n (zizánio, “weed”)