Definify.com

Definition 2024


ζιζανιοκτόνο

ζιζανιοκτόνο

Greek

Noun

ζιζανιοκτόνο (zizanioktóno) n (plural ζιζανιοκτόνα)

  1. (horticulture) weedkiller, herbicide

Declension

Related terms