Definify.com
Definition 2024
ζυμαρικό
ζυμαρικό
Greek
Noun
ζυμαρικό • (zymarikó) n (plural ζυμαρικά) (the more more usual form)
Declension
declension of ζυμαρικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ζυμαρικό | ζυμαρικά |
genitive | ζυμαρικού | ζυμαρικών |
accusative | ζυμαρικό | ζυμαρικά |
vocative | ζυμαρικό | ζυμαρικά |
See also
- Ζυμαρικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el