Definify.com
Definition 2024
ηλεκτρογεννήτρια
ηλεκτρογεννήτρια
Greek
Noun
ηλεκτρογεννήτρια • (ilektrogennítria) f (plural ηλεκτρογεννήτριες)
- (electricity) generator
Declension
declension of ηλεκτρογεννήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτρογεννήτρια | ηλεκτρογεννήτριες |
genitive | ηλεκτρογεννήτριας | ηλεκτρογεννητριών |
accusative | ηλεκτρογεννήτρια | ηλεκτρογεννήτριες |
vocative | ηλεκτρογεννήτρια | ηλεκτρογεννήτριες |
Synonyms
- γεννήτρια f (gennítria)