Definify.com
Definition 2024
ηλεκτροπληξία
ηλεκτροπληξία
Greek
Noun
ηλεκτροπληξία • (ilektroplixía) f (plural ηλεκτροπληξίες)
- (electricity, pathology) electrocution, electric shock
Declension
declension of ηλεκτροπληξία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροπληξία | ηλεκτροπληξίες |
genitive | ηλεκτροπληξίας | ηλεκτροπληξιών |
accusative | ηλεκτροπληξία | ηλεκτροπληξίες |
vocative | ηλεκτροπληξία | ηλεκτροπληξίες |