Definify.com
Definition 2024
ηλεκτρόλυση
ηλεκτρόλυση
Greek
Noun
ηλεκτρόλυση • (ilektrólysi) f (plural ηλεκτρολύσεις)
Declension
declension of ηλεκτρόλυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτρόλυση | ηλεκτρολύσεις |
genitive | ηλεκτρόλυσης / ηλεκτρολύσεως | ηλεκτρολύσεων |
accusative | ηλεκτρόλυση | ηλεκτρολύσεις |
vocative | ηλεκτρόλυση | ηλεκτρολύσεις |
External links
- ηλεκτρόλυση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el